λαιοστάτης

λαιοστάτης
λαιοστάτης,
A = ἀριστεροστάτης, interpol. in Poll.4.106.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαιοστάτης — λαιοστάτης, ὁ (Α) αυτός που στέκεται στο αριστερό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, πρωτο στάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”